-
1 προσωπίδα
[-ίς (-ίδος)] η маска -
2 προσωπίδα
προσωπίςfem acc sg -
3 mask
προσωπίδα, μάσκα -
4 забрало
1. (водозаборное сооружение) το προστατευτικό τοίχωμα της αναρρόφησης ύδατος 2. (гермошлема) о κλεισιάς (προσωπίδα του στεγανού κράνους) 3. (шлема) (ист.) о κλεισιάς (η κινητή προσωπίδα κράνους).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > забрало
-
5 маска
-
6 маски
маски а ж прям., черен. ἡ μάσκα, τό προσωπεῖο[ν], ἡ προσωπίδα [-ίς], ἡ μου-τσούνα:\маски противогаза ἡ ἀντιασφυξιογό-νος προσωπίδα· маскарадная \маски ἡ ἀποκ-ρηάτικη μάσκα· \маски равноду́шия μάσκα ἀδιαφορίας· сбросить \маскиу перен βγάζω τή μάσκα· сорва́ть \маскиу с кого-л. перен ἀφαιρώ τό προσωπεῖο[ν] ἀπό κάποιον, ξε-μασκαρεύω κάποιον. -
7 маска
η προσωπίδα, το κάλυμμα, το προσωπείο, разг. η μάσκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маска
-
8 противогаз
η αντιασφυξιογόνος μάσκα/προσωπίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > противогаз
-
9 респиратор
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > респиратор
-
10 αντιασφυξιογόνος
η, ο [ος, ον ] противогазовый;αντιασφυξιογόνη προσωπίδα — противогаз
-
11 ξεροκοκκίνισμα
το покраснение (от смущения, стыда);§ τό ξεροκοκκίνισμα η προσωπίδα του δεν το ξέρει — этот человек стыда не знает
-
12 mask
-
13 противогаз
[πρατιβαγκάς] ουσ. α η αντιασφυξιογόνος προσωπίδα -
14 противогаз
[πρατιβαγκάς] ουσ α η αντιασφυξιογόνος προσωπίδα -
15 клоунский
επ.του κλόουν•-ая маска προσωπίδα του κλόουν.
-
16 личина
-ы θ.1. παλ. προσωπίδα, μάσκα.2. μτφ. πρόσχημα, προσποίηση.3. η πλάκα εσωτερικής κλειδαριάς.εκφρ.надеть -у – φορώ μάσκα (προσποιούμαι)•сорвать -у – αφαιρώ το προσωπείο (αποκαλύπτω το ποιος πραγματικά είναι)•бросить -у – ρίχνω (πετώ) τη μάσκα ή το προσωπείο (δείχνω μόνος μου το ποιος είμαι)• ενεργώ απροσχημάτιστα. -
17 маска
-и θ.1. προσωπίδα, προσωπείο, μάσκα.2. μτφ. πρόσχημα, προσποίηση•маска равнодушия μάσκα απάθειας, αδιαφορίας•
под -ой лояльности με τη μάσκα της νομιμοφροσύνης.
|| άγαλμα κεφαλιού ανθρώπου ή ζώου. || εκμαγείο, γύψινη μάσκα.3. προφυλακτικό μέσο•противогазная маска αντιασφυξιογονική μάσκα•
фехтовальная маска μάσκα ξιφασκίας.
4. (στρατ.) καμουφλάζ, -άρισμα.надеть (на себя) -у φορώ μάσκα (κρύβω την πραγματικότητα)• προσποιούμαι•носить -у φέρω (φορώ) μάσκα κρύβω το ουσιώδες, την αλήθεια προσποιούμαι•
сорвать -у αφαιρώτο προσωπείο (φανερώνω).
-
18 обличье
-я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) πρόσωπο, φάτσα παρουσιαστικό, εμφάνιση. || παλ. προσωπίδα, μάσκα. || μορφή, όψη, σχήμα. -
19 противогаз
-а α.αντιασφυξιογόνα προσωπίδα. -
20 совлечь
ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος).1. αφαιρώ, βγάζω (ενδυμασία, κάλυμμα)•совлечь одежду βγάζω τα ενδύματα•
совлечь маску βγάζω την προσωπίδα.
2. μτφ. αποτραβώ, απομακρύνω.εκφρ.совлечь с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
См. также в других словарях:
προσωπίδα — η 1. προσωπείο, μάσκα, μουτσούνα: Δεν τους κατάλαβα, γιατί φορούσαν προσωπίδες. 2. προστατευτικό κάλυμμα της κεφαλής και του προσώπου: Οι μελισσοτρόφοι φορούν προσωπίδα, όταν πλησιάζουν τις κυψέλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσωπίδα — η / προσωπίς, ίδος, ΝΑ το προσωπείο νεοελλ. 1. ομοίωμα τής μορφής ανθρώπου ή ζώου από χαρτόνι, ύφασμα ή άλλη ύλη 2. τεχνολ. προστατευτικό κάλυμμα τού προσώπου ή και όλης τής κεφαλής, το οποίο χρησιμοποιούν οι τεχνίτες διαφόρων επαγγελμάτων, όπως… … Dictionary of Greek
προσωπίδα — προσωπίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιασφυξιογόνα προσωπίδα — Ατομική συσκευή που προστατεύει τις αναπνευστικές οδούς, το δέρμα του προσώπου και τα μάτια από την επιβλαβή δράση τοξικών ουσιών που περιέχονται στην ατμόσφαιρα. Η παρουσία των ουσιών αυτών μπορεί να οφείλεται σε βιομηχανικές επεξεργασίες, σε… … Dictionary of Greek
αναπνευστήρας — Συσκευή που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπνέει, παρότι απομονώνει το αναπνευστικό σύστημα από το εξωτερικό περιβάλλον και παρέχει τον απαιτούμενο αέρα από άλλη οδό. Υπάρχουν δύο τύποι α.: ο α. ανοιχτού κυκλώματος, στον οποίο ο εκπνεόμενος αέρας… … Dictionary of Greek
μάσκα — Βλ. λ. προσωπείο. * * * η 1. χάρτινο, πάνινο ή πλαστικό ομοίωμα τής μορφής ανθρώπου ή ζώου, το οποίο χρησιμοποιείται στις μεταμφιέσεις, η προσωπίδα 2. κάλυμμα ενός σημείου τού προσώπου ενός μεταμφιεσμένου, ιδίως κάλυμμα τών ματιών 3. η έκφραση… … Dictionary of Greek
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
μαμούκι — το (Μ μαμούκι) το γυναικείο κάλυμμα τού προσώπου, τής κεφαλής 2. προσωπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mamuk «προσωπίδα»] … Dictionary of Greek
προσωπιδοφόρος — ον, Ν αυτός που φορά προσωπίδα, ο μασκοφόρος, ιδίως ο μεταμφιεσμένος τής αποκριάς, ο μασκαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπίδα + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων … Dictionary of Greek